ευάλωτος

ευάλωτος
η , ο [ος , ον ]
1) легко могущий быть взятым, захваченным (о городе, крепости и т. п.); 2) легко поддающийся влиянию, внушаемый; слабохарактерный; уступчивый, покладистый; 3) легко поддающийся соблазну; падкий до...

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ευάλωτος" в других словарях:

  • εὐάλωτος — easy to be taken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευάλωτος — η, ο (Α εὐάλωτος, ον) 1. αυτός που κυριεύεται ή συλλαμβάνεται εύκολα («ευάλωτο φρούριο») 2. αυτός που γίνεται εύκολα υποχείριος άλλου, αυτός που έχει αδύνατο χαρακτήρα, ο ενδοτικός, ο υποχωρητικός («ευάλωτος δικαστής») 3. ιατρ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ευάλωτος — η, ο 1. αυτός που κυριεύεται, καταλαμβάνεται εύκολα. 2. αυτός που εύκολα γίνεται όργανο του άλλου, αδύνατος χαρακτήρας: Ο αφελής άνθρωπος είναι ευάλωτος από τους πονηρούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐαλωτότερον — εὐάλωτος easy to be taken adverbial comp εὐάλωτος easy to be taken masc acc comp sg εὐάλωτος easy to be taken neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαλωτοτέρων — εὐάλωτος easy to be taken fem gen comp pl εὐάλωτος easy to be taken masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαλωτότατον — εὐάλωτος easy to be taken masc acc superl sg εὐάλωτος easy to be taken neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαλώτως — εὐάλωτος easy to be taken adverbial εὐάλωτος easy to be taken masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐάλωτον — εὐάλωτος easy to be taken masc/fem acc sg εὐάλωτος easy to be taken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαλωτοτάτην — εὐάλωτος easy to be taken fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαλωτοτέρους — εὐάλωτος easy to be taken masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαλωτότατοι — εὐάλωτος easy to be taken masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»